Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στην κατάλληλη στιγμή

  • 1 кстати

    кстати 1. (уместно) ( ακριβώς) στην ώρα· прийти \кстати έρχομαι στην ώρα· вы пришли очень \кстати ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή 2. вводн. слово; где он, \кстати? πού είναι, αλήθεια, αυτός;
    * * *
    1.
    ( уместно) (ακριβώς) στην ώρα

    прийти́ кста́ти — έρχομαι στην ώρα

    вы пришли́ о́ченькста́ти — ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή

    2.
    вводн. Слово

    где он, кста́ти? — πού είναι, αλήθεια, αυτός

    Русско-греческий словарь > кстати

  • 2 кстати

    кстати
    1. нареч (к месту, вовремя) πάνω στήν ὠρα, στήν κατάλληλη στιγμή:
    деньги пришлись \кстати τά χρήματα βρέθηκαν στήν κατάλληλη στιγμή· очень \кстати ἀκριβώς πάνω στήν ῶρα·
    2. нареч (заодно) μέ τήν εὐκαιρία, μιά καί καλή, ταυτόχρονα:
    \кстати зайдите и за книгами μέ τήν εὐκαιρία ἐλᾶτε νά πάρετε καί τά βιβλία·
    3. вводн. сл. ἐδῶ πού τά λέμε, μιά καί τόφερε ἡ κουβέντα.

    Русско-новогреческий словарь > кстати

  • 3 момент

    α.
    1. στιγμή•

    в благоприятный ή в подходящий момент στην κατάλληλη στιγμή•

    выби- рать момент διαλέγω την (κατάλληλη) στιγμή•

    текущий ή настоящий момент η παρούσα κατάσταση.

    2. καιρός, ώρα•

    наступил момент обеда ήρθε η ώρα του φαγητού.

    3. πλευρά•

    положительные -Η οι θετικές πλευρές•

    отрицательные -ы οι αρνητικές πλευρές.

    4. ως
    επίρ. -ом αμέσως, στη στιγμή, στο μομέντο.
    εκφρ.
    в (один) момент – αμέσως, στη στιγμή, στο μομέντο•
    в данный момент – στη δοσμένη περίσταση•
    в любой момент – (σε) οποιαδήποτε ώρα και στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > момент

  • 4 подходящий

    подходящий κατάλληλος; в \подходящий момент στην κατάλληλη στιγμή
    * * *

    в подходя́щий моме́нт — στην κατάλληλη στιγμή

    Русско-греческий словарь > подходящий

  • 5 вовремя

    вовремя
    нареч ἐγκαιρα, ἐγκαίρως, πάνω στήν ὠρα / στήν κατάλληλη στιγμή (кстати):
    не \вовремя ἀκαιρα, ἄτοπα, σέ ἀκατάλληλη στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > вовремя

  • 6 являться

    явля||ться
    несов
    1. φθάνω, Ερχομαι / ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (по приказанию):
    \являться в суд προσέρχομαι στό δικαστήριο· \являться в назначенный час παρουσιάζομαι στήν καθορισμένη ὠρα· \являться вовремя ἐρχομαι στήν (δρα μου· \являться кстати Ερχομαι στήν κατάλληλη στιγμή· \являться за чем-либо ἐρχομαι γιά κάτι· \являться в театр φτάνω στό θέατρο·
    2. (появляться, возникать) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·
    3. (оказываться, становиться) είμαι:
    \являться причиной εἶναι αἰτία (τοῦ δτι)· для меня это \являтьсяет-ся полнейшей неожиданностью αὐτό γιά μένα εἶναι ἐντελώς ἀπροσδόκητο· он \являтьсяется директором εἶναι διευθυντής· \являтьсяться авторитетом εἶμαι αὐθεντία·
    4. (быть) είμαι, γίνομαι, ἀποτελώ:
    \являться образцом ἀποτελῶ ὑπόδειγμα· этот факт \являтьсяет-ся доказательством того́, что... αὐτό τό γεγονός ἀποτελεί ἀπόδειξη τοῦ ὅτι...· \являться средством εἶναι μέσον.

    Русско-новогреческий словарь > являться

  • 7 надлежащии

    надлеж||а́щи́и́
    прил πρέπων, κατάλληλος, δέων. в \надлежащииащий срок στήν ὁρισμένη προθεσμία· в \надлежащииа́щее время στήν κατάλληλη στιγμή· \надлежащииащим образом ὀπως ἀρμόζει, ὀπως πρέπει· в \надлежащииащем порядке μέ τόν κανονικό τρόπο, κανονικά· принять \надлежащииащие меры παίρνω τά κατάλληλα μέτρα.

    Русско-новогреческий словарь > надлежащии

  • 8 кстати

    [κστάτι] επίρ. πάνω στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή

    Русско-греческий новый словарь > кстати

  • 9 кстати

    [κστάτι] επίρ πάνω στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή

    Русско-эллинский словарь > кстати

  • 10 прийти

    приду, придшь, παρλθ. χρ. пришл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. пришедший,
    επιρ. μτχ. придя
    ρ.σ.
    1. έρχομαι φτάνω αφικνού-μοα•

    отец -шёл домой с работы ο πατέρας ήρθε στο σπίτι από τη δουλειά•

    почта -шла без опоздания το ταχυδρομείο ήρθε χωρίς καθυστέρηση•

    поезд -шёл поздно вечером το τρένο ήρθε αργά τη νύχτα•

    зима -шла ο χειμώνας ήρθε.

    || επιστρέφω, γυρίζω.
    2. εμφανίζομαι, αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι. || φτάνω, καταλήγω•

    прийти к соглашению, καταλήγω σε συμφωνία•

    прийти к заключению φτάνω στο συμπέρασμα.

    3. με την πρόθεση «В» και μερικά αφηρημένα ουσ. αποδίδονται στα ελληνικά με ρήμα με σημ. από το ουσιαστικό: прийти в ужас φρικιάζω•

    прийти в бешенство λυσσώ, λυσσιάζω•

    прийти в восторг ενθουσιάζομαι•

    прийти в негодование αγανακτώ•

    прийти в отчаяние απελπίζομαι•

    прийти в недоумение αμηχανώ•

    прийти в негодность αχρηστεύομαι•

    прийти к упадок ξεπέφτω, παρακμάζω.

    εκφρ.
    прийти в головуκ. παλ. прийти в мысль έρχομαι στο μυαλό, στη σκέψη•
    прийти в движение – κινούμαι, μπαίνω-σε κίνηση•
    прийти в себя – συνέρχομαι•
    прийти в чувство ή в сознание – ανακτώ τις αισθήσεις•
    прийти на помощь – έρχομαι σε βοήθεια.
    1. έρχομαι, πέφτω•

    седьмое число -лось в пятницу η εφτά του μήνα έπεσε μέρα Παρασκευή.

    2. συμπίπτω, ταιριάζω,πηγαίνω•

    прийти по росту ταιριάζω στο ανάστημα•

    прийти по ноге ταιριάζω στο πόδι•

    этот ключ -тся αυτό το κλειδί θα ταιριάξει.

    3. (απρόσ.)• θαχρειαστεί, θα πρέπει, θα παραστεί ανάγκη,θαεπιβληθεί•

    мне -дтся ночевать здесь θα χρειαστεί να διανυχτερέψω εδώ.

    || (απρόσ.) λαχαίνω, τυχαίνω•

    что -тся ό,τι τύχει•

    как -тся όπως λάχει•

    когда -тся όταν τύχει.

    4. (απρόσ.) πέφτει στο μερτικό.
    5. (απλ.) κοστίζω, στοιχίζω• αξίζω.
    εκφρ.
    прийти по вкусу (по сердцу, по нраву, по душе) – μου αρέσει, μου γουστάρει•
    прийти кстати – έρχομαι στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > прийти

  • 11 место

    мест||о
    с
    1. ὁ τόπος, ὁ χώρος, τό μέρος / ἡ θέση [-ις] (тж. в театре)/ ἡ τοποθεσία (тк. местность):
    рабочее \место ὁ τόπος ἐργασίας· \место отдыха ὁ τόπος ἀνάπαυσης· \место происшествия ὁ τόπος ὀπου συνέβη κάτι· \место назначения ὁ τόπος προορισμού· \место рождения ὁ τόπος γεννήσεως· родные \местоа ἡ πατρίδα, τά πατρικά χώματα· живописные \местоа γραφικές τοποθεσίες· голое \место γυμνός τόπος· бесплатные \местол οἱ δωρεάν θέσεις· общественные \местоа οἱ δημόσιοι χώροι· уступить \место кому́-л. παραχωρώ τή θέση μου σέ κάποιον занимать \место а) (в пространстве) πιάνω τόπον, б) (в театре и т. ἡ.) πιάνω θέση· на \местоеч ἐπί τόπου· по \местоам1 (команда) λάβετε θέσεις!· с \местоа на \место ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο·
    2. (в книге и т. ἡ.) τό χωρίον
    3. (должность, служба) ἡ θέση[-ις]. ἡ ὑπηρεσία, τό πόστο:
    получить хорошее \место διορίζομαι σέ καλή θέση·
    4. (багажное) τό δέμα ἀποσκευών ◊ детское \место анат. τό ὕστερο[ν], τό ἀκόλουθο· общее \место ἡ κοινοτοπία· больное \место перен τό εὐαίσθητο σημείο, τό 'αδύνατο μέρος· отхо́жее \место ὁ ἀπόπατος, τό ἀποχωρητήριο· \место заключения ἡ είρκτή, ἡ φυλακή· иметь \место συμβαίνω, λαμβάνω χὠ-ραν не находить себе \местоа δέν μέ χωρεί ὁ τόπος· знать свое \место ἔχω τό γνώθι σαὐ-τόν поставить кого́-л. на \место βάζω κάποιον στή θέση του· на моем \местое στή θέση μου· на \местое преступления στον τόπο τοῦ ἐγκλήματος, ἐπ' αὐτοφόρω· у́зкое \место τό ἀδύνατο σημείο· пустое \место (о человеке) σάν νά μήν ὑπάρχει· к \местоу στήν κατάλληλη στιγμή· говорить не к \местоу μιλώ ἄστοχα· \местоами ἐδῶ κι· ἐκεϊ· здесь не \место говорить об э́том δέν εἶναι τόπος ἐδῶ νά μιλάμε γι ' αὐτό· ни с \местоа! ὁδτε Ρήμα, μή κουνηθείς!· власть на \местоах ἡ τοπική ἐξουσία, οἱ ντόπιες ἀρχές.

    Русско-новогреческий словарь > место

  • 12 раз

    -а, πλθ. разы, раз α.
    1. φορά•

    один -μια φορά•

    два -а δυό φορές•

    пять раз (πλ θ.) πέντε φορές•

    много раз πολλές φορές•

    всякий раз κάθε φορά•

    не раз όχι μια φορά (επανειλημμένα)•

    иной (другой) раз άλλη φορά•

    раз навсегда μια για πάντα•

    ни -у ούτε μια φορά•

    в последний раз (για) τελευταία φορά•

    в тот раз εκείνη τη φορά• раз - другой μερικές φορές•

    раз за -ом αλλεπάλληλα•

    раз на раз не приходится το ίδιο πράγμα δεν επαναλαβαίνεται ακριβώς•

    ещё раз ακόμα μια φορά•

    раз от -у από περίπτωση σε περίπτωση.

    2. (αριθμητικό)• ένας, μία, ένα•

    раз, два, три... ένα, δύο, τρία...

    εκφρ.
    раз-два и готово – ένα-δυό και έτοιμο, στο άψε-σβήσε, στο πι και στο φι•
    в самый раз – α) στον πιο κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη ώρα ή στιγμή, β) ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα, απούντο•
    ни -у не... – ούτε μια φορά δεν...• дать -а (απλ.) χτυπώ.
    ως κατηγ. με σημ. ξαφνικά, απότομα ή απροσδόκητα: μπαμ, παφ, φραπ, φριστ κ.τ.τ.
    επίρ.
    μια φορά, κάποια φορά, κάποτε, μια μέρα•

    раз он приходит ко мне и говорит μια φορά αυτός έρχεται σε μένα και λέει•

    раз был со мной такой случай μου έτυχε κάποτε τέτοια περίπτωση.

    σύνδ. υποθετικός• αν, εάν, άμα, μια και•

    раз не знаешь, ни говори άμα δεν ξέρεις, μή μιλάς.

    εκφρ.
    раз что...παλ. βλ. раз.

    Большой русско-греческий словарь > раз

См. также в других словарях:

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • καίριος — α, ο (AM καίριος, ία, ον) [καιρός] 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρος, εύστοχος, αποτελεσματικός («καίρια επέμβαση») 2. (για πληγή) επικίνδυνος, θανατηφόρος, θανάσιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το καίριο(ν) μέρος ή όργανο τού σώματος… …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • Καψάλης, Χρήστος — I (Μεσολόγγι; – Μεσολόγγι 1826). Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από οικογένεια προυχόντων. Ήδη από νεαρή ηλικία αναμείχθηκε στα κοινά της τουρκοκρατούμενης πόλης και υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης στο Μεσολόγγι. Διέθεσε ολόκληρη την… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… …   Dictionary of Greek

  • επιφυλάσσω — (Α ἐπιφυλάσσω και αττ. τ. ἐπιφυλάττω) φυλάω και προορίζω για κάποιο σκοπό, περιμένω την κατάλληλη περίσταση (α. «η τύχη τού επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς πόδας πλοῡν ἐπιφυλαττέτω», Πλάτ.) νεοελλ. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • επιφυλάσσω — επιφύλαξα, επιφυλάχτηκα, μτβ. 1. κρατώ κάτι φυλαγμένο περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να ενεργήσω, το προετοιμάζω: Σου επιφυλάσσουν έκπληξη. 2. το μέσ., επιφυλάσσομαι έχω επιφυλάξεις, σκοπεύω να ενεργήσω στην κατάλληλη στιγμή, έχω πρόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπόνηση — η, Ν (αθλ.) προγύμναση ενός αθλητή ή μιας αθλητικής ομάδας με στόχο τη διατήρηση τής αγωνιστικότητας αλλά και την τεχνική και φυσική βελτίωση κάθε αγωνιζόμενου, προγύμναση που γίνεται μεθοδικά έτσι ώστε οι αθλητές να παρουσιάζουν τη μέγιστη… …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλής μαινόμενος — Τραγωδία του Ευριπίδη. Χρονολογείται κατά προσέγγιση μεταξύ 421 και 415 π.Χ. Είναι το πρώτο από τα έργα που σώζονται και περιέχουν τροχαϊκά τετράμετρα, χαρακτηριστικό των όψιμων έργων του Ευριπίδη. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Θήβα. Ο Λύκος από την …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»